Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πώλου δ

См. также в других словарях:

  • Πώλου — Πῶλος foal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλου — πώλης seller masc gen sg πώ̱λου , πῶλος foal masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULLUS — I. PULLUS puer effeminatus antiquis, quem Catamitum alias dixêre. Festus, Antiqui puerum, quem quis amabat, pullum eius dicebant. Graecis eôdem sensu πῶλος, ut et de meretrice. Hesych. πῶλος, ἐταῖρα. Πώλους γὰρ αύτὰς ἔλεγον, οἷον ἀφροδίτης πώλους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SASEM — apud Arabes, lignum est ebeni instar; in plurari semasim, eôdem nomine dictum, quô sesamum, quam vis a sesamo diversissimum. Quo haec pertinent in Alcamus: Siz vel Siza, nigrum lignum ad patinas conficiendas. Aut est ebenus, aut sasim, aut lignum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από …   Dictionary of Greek

  • προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… …   Dictionary of Greek

  • Λικύμνιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν νόθος γιος του Ηλεκτρύωνα, γιου του Περσέα και της Ανδρομέδας. Ο πατέρας του διαδέχθηκε τον αδελφό του, Μνήστορα, στον θρόνο των Μυκηνών. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν σκοτώθηκε ο Ηλεκτρύωνας, ο αδελφός του, Σθένελος,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»